λειτουργήσιμος

λειτουργήσιμος
λειτουργ-ήσιμος, ον,
A for service,

σκεύη LXX 1 Ch.28.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λειτουργήσιμος — λειτουργήσιμος, ον (Α) κατάλληλος για χρησιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειτουργησ τού λειτουργώ μέσω αμάρτυρου *λειτούργησις + κατάλ. ιμος (πρβλ. αινέσ ιμος < θ. αἰνέσ τού αἰνῶ)] …   Dictionary of Greek

  • λειτουργησίμων — λειτουργήσιμος for service masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”